- δεκατισμός
- ομεγάλη φθορά, καταστροφή: Ο δεκατισμός της σοδειάς απέλπισε τους αγρότες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεκατισμός — formation of decuriae masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατισμός — ο (AM δεκατισμός) ο φόρος τής δεκάτης μσν. νεοελλ. το ένα δέκατο τής σοδειάς αρχ. ο σχηματισμός δεκανίας, στρατιωτικής ομάδας από δέκα άντρες … Dictionary of Greek
δεκατισμούς — δεκατισμός formation of decuriae masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)